Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
ἀποστιβής
ἀποστίζω
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀπόστιλψις
ἀποστλεγγίζω
ἀποστλέγγισμα
ἀποστολεύς
ἀποστολή
View word page
ἀποστηρίζομαι
to fix firmly

ShortDef

to fix firmly

Debugging

Headword:
ἀποστηρίζομαι
Headword (normalized):
ἀποστηρίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αποστηριζομαι
IDX:
12090
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12091
Key:

Data

{'content': 'to fix firmly'}