Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
ἀποστιβής
ἀποστίζω
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀπόστιλψις
ἀποστλεγγίζω
ἀποστλέγγισμα
ἀποστολεύς
View word page
ἀποστήριγμα
stay, support

ShortDef

stay, support

Debugging

Headword:
ἀποστήριγμα
Headword (normalized):
ἀποστήριγμα
Headword (normalized/stripped):
αποστηριγμα
IDX:
12089
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12090
Key:

Data

{'content': 'stay, support'}