Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
ἀποστιβής
ἀποστίζω
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀπόστιλψις
ἀποστλεγγίζω
ἀποστλέγγισμα
View word page
ἀποστηματώδης
of the nature of an abscess

ShortDef

of the nature of an abscess

Debugging

Headword:
ἀποστηματώδης
Headword (normalized):
ἀποστηματώδης
Headword (normalized/stripped):
αποστηματωδης
IDX:
12088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12089
Key:

Data

{'content': 'of the nature of an abscess'}