Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
ἀποστιβής
ἀποστίζω
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀπόστιλψις
ἀποστλεγγίζω
View word page
ἀποστηματικός
due to an abscess

ShortDef

due to an abscess

Debugging

Headword:
ἀποστηματικός
Headword (normalized):
ἀποστηματικός
Headword (normalized/stripped):
αποστηματικος
IDX:
12087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12088
Key:

Data

{'content': 'due to an abscess'}