Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
ἀποστιβής
ἀποστίζω
ἀποστιλβόω
ἀποστίλβω
ἀπόστιλψις
View word page
ἀποστηματίας
one who has an abscess

ShortDef

one who has an abscess

Debugging

Headword:
ἀποστηματίας
Headword (normalized):
ἀποστηματίας
Headword (normalized/stripped):
αποστηματιας
IDX:
12086
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12087
Key:

Data

{'content': 'one who has an abscess'}