Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
ἀποστιβής
ἀποστίζω
View word page
ἀποστεφανόω
rob of the crown, discrown
ShortDef
rob of the crown, discrown
Debugging
Headword:
ἀποστεφανόω
Headword (normalized):
ἀποστεφανόω
Headword (normalized/stripped):
αποστεφανοω
IDX:
12083
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12084
Key:
Data
{'content': 'rob of the crown, discrown'}