Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστέργω
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
ἀποστιβής
View word page
ἀποστερνίζω
expectorate

ShortDef

expectorate

Debugging

Headword:
ἀποστερνίζω
Headword (normalized):
ἀποστερνίζω
Headword (normalized/stripped):
αποστερνιζω
IDX:
12082
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12083
Key:

Data

{'content': 'expectorate'}