Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
ἀποστήριξις
View word page
ἀποστερίσκω
rob

ShortDef

rob

Debugging

Headword:
ἀποστερίσκω
Headword (normalized):
ἀποστερίσκω
Headword (normalized/stripped):
αποστερισκω
IDX:
12081
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12082
Key:

Data

{'content': 'rob'}