Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστενωτικός
ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
ἀποστηρίζομαι
View word page
ἀποστερίζω
carry off

ShortDef

carry off

Debugging

Headword:
ἀποστερίζω
Headword (normalized):
ἀποστερίζω
Headword (normalized/stripped):
αποστεριζω
IDX:
12080
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12081
Key:

Data

{'content': 'carry off'}