Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστένωσις
ἀποστενωτικός
ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
ἀποστηματώδης
ἀποστήριγμα
View word page
ἀποστερητρίς
for cheating

ShortDef

for cheating

Debugging

Headword:
ἀποστερητρίς
Headword (normalized):
ἀποστερητρίς
Headword (normalized/stripped):
αποστερητρις
IDX:
12079
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12080
Key:

Data

{'content': 'for cheating'}