Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστενόω
ἀποστένω
ἀποστένωσις
ἀποστενωτικός
ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
ἀποστηματίας
ἀποστηματικός
View word page
ἀποστερητής
a depriver, robber

ShortDef

a depriver, robber

Debugging

Headword:
ἀποστερητής
Headword (normalized):
ἀποστερητής
Headword (normalized/stripped):
αποστερητης
IDX:
12077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12078
Key:

Data

{'content': 'a depriver, robber'}