Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποστέλλω
ἀποστενοχωρέω
ἀποστενόω
ἀποστένω
ἀποστένωσις
ἀποστενωτικός
ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
ἀπόστημα
View word page
ἀποστέρησις
deprivation
ShortDef
deprivation
Debugging
Headword:
ἀποστέρησις
Headword (normalized):
ἀποστέρησις
Headword (normalized/stripped):
αποστερησις
IDX:
12075
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12076
Key:
Data
{'content': 'deprivation'}