Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενοχωρέω
ἀποστενόω
ἀποστένω
ἀποστένωσις
ἀποστενωτικός
ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
ἀποστηθίζω
View word page
ἀποστερέω
to rob, despoil, bereave

ShortDef

to rob, despoil, bereave

Debugging

Headword:
ἀποστερέω
Headword (normalized):
ἀποστερέω
Headword (normalized/stripped):
αποστερεω
IDX:
12074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12075
Key:

Data

{'content': 'to rob, despoil, bereave'}