Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενοχωρέω
ἀποστενόω
ἀποστένω
ἀποστένωσις
ἀποστενωτικός
ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
ἀποστεφανόω
View word page
ἀποστερεόω
harden

ShortDef

harden

Debugging

Headword:
ἀποστερεόω
Headword (normalized):
ἀποστερεόω
Headword (normalized/stripped):
αποστερεοω
IDX:
12073
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12074
Key:

Data

{'content': 'harden'}