Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστεγνόω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενοχωρέω
ἀποστενόω
ἀποστένω
ἀποστένωσις
ἀποστενωτικός
ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
ἀποστερίσκω
ἀποστερνίζω
View word page
ἀποστέργω
to love no more

ShortDef

to love no more

Debugging

Headword:
ἀποστέργω
Headword (normalized):
ἀποστέργω
Headword (normalized/stripped):
αποστεργω
IDX:
12072
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12073
Key:

Data

{'content': 'to love no more'}