Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστέγασμα
ἀποστέγασσις
ἀποστεγνόω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενοχωρέω
ἀποστενόω
ἀποστένω
ἀποστένωσις
ἀποστενωτικός
ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
ἀποστερίζω
View word page
ἀποστενωτικός
straitening

ShortDef

straitening

Debugging

Headword:
ἀποστενωτικός
Headword (normalized):
ἀποστενωτικός
Headword (normalized/stripped):
αποστενωτικος
IDX:
12070
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12071
Key:

Data

{'content': 'straitening'}