Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστεγάζω
ἀποστέγασμα
ἀποστέγασσις
ἀποστεγνόω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενοχωρέω
ἀποστενόω
ἀποστένω
ἀποστένωσις
ἀποστενωτικός
ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
ἀποστερητρίς
View word page
ἀποστένωσις
straitening, straits

ShortDef

straitening, straits

Debugging

Headword:
ἀποστένωσις
Headword (normalized):
ἀποστένωσις
Headword (normalized/stripped):
αποστενωσις
IDX:
12069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12070
Key:

Data

{'content': 'straitening, straits'}