Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσταχύω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγασμα
ἀποστέγασσις
ἀποστεγνόω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενοχωρέω
ἀποστενόω
ἀποστένω
ἀποστένωσις
ἀποστενωτικός
ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
ἀποστερητής
ἀποστερητικός
View word page
ἀποστένω
bewail

ShortDef

bewail

Debugging

Headword:
ἀποστένω
Headword (normalized):
ἀποστένω
Headword (normalized/stripped):
αποστενω
IDX:
12068
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12069
Key:

Data

{'content': 'bewail'}