Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποσταχύω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγασμα
ἀποστέγασσις
ἀποστεγνόω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενοχωρέω
ἀποστενόω
ἀποστένω
ἀποστένωσις
ἀποστενωτικός
ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
ἀποστέρησις
ἀποστερητέον
View word page
ἀποστενοχωρέω
straiten, cramp

ShortDef

straiten, cramp

Debugging

Headword:
ἀποστενοχωρέω
Headword (normalized):
ἀποστενοχωρέω
Headword (normalized/stripped):
αποστενοχωρεω
IDX:
12066
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12067
Key:

Data

{'content': 'straiten, cramp'}