Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποσταχύω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγασμα
ἀποστέγασσις
ἀποστεγνόω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενοχωρέω
ἀποστενόω
ἀποστένω
ἀποστένωσις
ἀποστενωτικός
ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
ἀποστερέω
View word page
ἀποστείχω
to go away, to go home

ShortDef

to go away, to go home

Debugging

Headword:
ἀποστείχω
Headword (normalized):
ἀποστείχω
Headword (normalized/stripped):
αποστειχω
IDX:
12064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12065
Key:

Data

{'content': 'to go away, to go home'}