Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποσταχύω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγασμα
ἀποστέγασσις
ἀποστεγνόω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενοχωρέω
ἀποστενόω
ἀποστένω
ἀποστένωσις
ἀποστενωτικός
ἀποστεπτικός
ἀποστέργω
ἀποστερεόω
View word page
ἀποστέγω
to keep out
ShortDef
to keep out
Debugging
Headword:
ἀποστέγω
Headword (normalized):
ἀποστέγω
Headword (normalized/stripped):
αποστεγω
IDX:
12063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12064
Key:
Data
{'content': 'to keep out'}