Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόστασις
ἀποστατέον
ἀποστατέος
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
ἀποσταυρόω
ἀποσταχύω
ἀποστεγάζω
ἀποστέγασμα
ἀποστέγασσις
ἀποστεγνόω
ἀποστέγω
ἀποστείχω
ἀποστέλλω
ἀποστενοχωρέω
ἀποστενόω
ἀποστένω
ἀποστένωσις
ἀποστενωτικός
View word page
ἀποστέγασμα
protection against

ShortDef

protection against

Debugging

Headword:
ἀποστέγασμα
Headword (normalized):
ἀποστέγασμα
Headword (normalized/stripped):
αποστεγασμα
IDX:
12060
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12061
Key:

Data

{'content': 'protection against'}