Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσπογγιστέον
ἀποσποδέω
ἀπόσπορος
ἀποσπουδάζω
ἀπόσσυτος
ἀπόσταγμα
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποσταλτέον
ἀπόσταξις
ἀποστασία
ἀποστάσιον
ἀποστασίου
ἀπόστασις
ἀποστατέον
ἀποστατέος
ἀποστατέω
ἀποστατήρ
ἀποστάτης
ἀποστατικός
View word page
ἀπόσταξις
nose-bleeding
ShortDef
nose-bleeding
Debugging
Headword:
ἀπόσταξις
Headword (normalized):
ἀπόσταξις
Headword (normalized/stripped):
αποσταξις
IDX:
12046
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12047
Key:
Data
{'content': 'nose-bleeding'}