Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσπινθηρισμός
ἀπόσπληνος
ἀποσπογγίζω
ἀποσπογγισμά
ἀποσπογγισμός
ἀποσπογγιστέον
ἀποσποδέω
ἀπόσπορος
ἀποσπουδάζω
ἀπόσσυτος
ἀπόσταγμα
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποσταλτέον
ἀπόσταξις
ἀποστασία
ἀποστάσιον
ἀποστασίου
ἀπόστασις
ἀποστατέον
View word page
ἀπόσταγμα
that which trickles down

ShortDef

that which trickles down

Debugging

Headword:
ἀπόσταγμα
Headword (normalized):
ἀπόσταγμα
Headword (normalized/stripped):
αποσταγμα
IDX:
12041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12042
Key:

Data

{'content': 'that which trickles down'}