Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσπεύδω
ἀποσπινθηρίζω
ἀποσπινθηρισμός
ἀπόσπληνος
ἀποσπογγίζω
ἀποσπογγισμά
ἀποσπογγισμός
ἀποσπογγιστέον
ἀποσποδέω
ἀπόσπορος
ἀποσπουδάζω
ἀπόσσυτος
ἀπόσταγμα
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποσταλτέον
ἀπόσταξις
ἀποστασία
ἀποστάσιον
ἀποστασίου
View word page
ἀποσπουδάζω
dissuade eagerly

ShortDef

dissuade eagerly

Debugging

Headword:
ἀποσπουδάζω
Headword (normalized):
ἀποσπουδάζω
Headword (normalized/stripped):
αποσπουδαζω
IDX:
12039
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12040
Key:

Data

{'content': 'dissuade eagerly'}