Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀδικοδοξία
ἀδικοκρισία
ἀδικομαχέω
ἀδικομαχία
ἀδικόμαχος
ἀδικομήχανος
ἀδικοπήμων
ἀδικοπραγέω
ἀδικοπράγημα
ἀδικοπραγής
ἄδικος
ἀδικότροπος
ἀδικόχειρ
ἀδικοχρήματος
ἁδινός
ἅδιξις
ἀδιόδευτος
ἀδιοικησία
ἀδιοίκητος
ἀδίοπος
ἀδιόρατος
View word page
ἄδικος
wrong-doing, unrighteous, unjust
ShortDef
wrong-doing, unrighteous, unjust
Debugging
Headword:
ἄδικος
Headword (normalized):
ἄδικος
Headword (normalized/stripped):
αδικος
IDX:
1203
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-1204
Key:
Data
{'content': 'wrong-doing, unrighteous, unjust'}