Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσπερμάτισις
ἀποσπερματόομαι
ἀποσπεύδω
ἀποσπινθηρίζω
ἀποσπινθηρισμός
ἀπόσπληνος
ἀποσπογγίζω
ἀποσπογγισμά
ἀποσπογγισμός
ἀποσπογγιστέον
ἀποσποδέω
ἀπόσπορος
ἀποσπουδάζω
ἀπόσσυτος
ἀπόσταγμα
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποσταλτέον
ἀπόσταξις
ἀποστασία
View word page
ἀποσποδέω
to wear quite off

ShortDef

to wear quite off

Debugging

Headword:
ἀποσποδέω
Headword (normalized):
ἀποσποδέω
Headword (normalized/stripped):
αποσποδεω
IDX:
12037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12038
Key:

Data

{'content': 'to wear quite off'}