Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσπένδω
ἀποσπερμαίνω
ἀποσπερμάτισις
ἀποσπερματόομαι
ἀποσπεύδω
ἀποσπινθηρίζω
ἀποσπινθηρισμός
ἀπόσπληνος
ἀποσπογγίζω
ἀποσπογγισμά
ἀποσπογγισμός
ἀποσπογγιστέον
ἀποσποδέω
ἀπόσπορος
ἀποσπουδάζω
ἀπόσσυτος
ἀπόσταγμα
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
ἀποσταλτέον
View word page
ἀποσπογγισμός
sponging off
ShortDef
sponging off
Debugging
Headword:
ἀποσπογγισμός
Headword (normalized):
ἀποσπογγισμός
Headword (normalized/stripped):
αποσπογγισμος
IDX:
12035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12036
Key:
Data
{'content': 'sponging off'}