Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσπείρω
ἀποσπένδω
ἀποσπερμαίνω
ἀποσπερμάτισις
ἀποσπερματόομαι
ἀποσπεύδω
ἀποσπινθηρίζω
ἀποσπινθηρισμός
ἀπόσπληνος
ἀποσπογγίζω
ἀποσπογγισμά
ἀποσπογγισμός
ἀποσπογγιστέον
ἀποσποδέω
ἀπόσπορος
ἀποσπουδάζω
ἀπόσσυτος
ἀπόσταγμα
ἀποσταδά
ἀποσταδόν
ἀποστάζω
View word page
ἀποσπογγισμά
dirt wiped off, with a sponge

ShortDef

dirt wiped off, with a sponge

Debugging

Headword:
ἀποσπογγισμά
Headword (normalized):
ἀποσπογγισμά
Headword (normalized/stripped):
αποσπογγισμα
IDX:
12034
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12035
Key:

Data

{'content': 'dirt wiped off, with a sponge'}