Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόσπαστος
ἀποσπάω
ἀποσπείρω
ἀποσπένδω
ἀποσπερμαίνω
ἀποσπερμάτισις
ἀποσπερματόομαι
ἀποσπεύδω
ἀποσπινθηρίζω
ἀποσπινθηρισμός
ἀπόσπληνος
ἀποσπογγίζω
ἀποσπογγισμά
ἀποσπογγισμός
ἀποσπογγιστέον
ἀποσποδέω
ἀπόσπορος
ἀποσπουδάζω
ἀπόσσυτος
ἀπόσταγμα
ἀποσταδά
View word page
ἀπόσπληνος
rosemary
ShortDef
rosemary
Debugging
Headword:
ἀπόσπληνος
Headword (normalized):
ἀπόσπληνος
Headword (normalized/stripped):
αποσπληνος
IDX:
12032
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12033
Key:
Data
{'content': 'rosemary'}