Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
ἀπόσπαστος
ἀποσπάω
ἀποσπείρω
ἀποσπένδω
ἀποσπερμαίνω
ἀποσπερμάτισις
ἀποσπερματόομαι
ἀποσπεύδω
ἀποσπινθηρίζω
ἀποσπινθηρισμός
ἀπόσπληνος
ἀποσπογγίζω
ἀποσπογγισμά
ἀποσπογγισμός
ἀποσπογγιστέον
ἀποσποδέω
ἀπόσπορος
ἀποσπουδάζω
ἀπόσσυτος
View word page
ἀποσπινθηρίζω
emit sparks

ShortDef

emit sparks

Debugging

Headword:
ἀποσπινθηρίζω
Headword (normalized):
ἀποσπινθηρίζω
Headword (normalized/stripped):
αποσπινθηριζω
IDX:
12030
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12031
Key:

Data

{'content': 'emit sparks'}