Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
ἀπόσπαστος
ἀποσπάω
ἀποσπείρω
ἀποσπένδω
ἀποσπερμαίνω
ἀποσπερμάτισις
ἀποσπερματόομαι
ἀποσπεύδω
ἀποσπινθηρίζω
ἀποσπινθηρισμός
ἀπόσπληνος
ἀποσπογγίζω
ἀποσπογγισμά
ἀποσπογγισμός
ἀποσπογγιστέον
ἀποσποδέω
ἀπόσπορος
ἀποσπουδάζω
View word page
ἀποσπεύδω
to be zealous in preventing
ShortDef
to be zealous in preventing
Debugging
Headword:
ἀποσπεύδω
Headword (normalized):
ἀποσπεύδω
Headword (normalized/stripped):
αποσπευδω
IDX:
12029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12030
Key:
Data
{'content': 'to be zealous in preventing'}