Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀπόσπασμα
ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
ἀπόσπαστος
ἀποσπάω
ἀποσπείρω
ἀποσπένδω
ἀποσπερμαίνω
ἀποσπερμάτισις
ἀποσπερματόομαι
ἀποσπεύδω
ἀποσπινθηρίζω
ἀποσπινθηρισμός
ἀπόσπληνος
ἀποσπογγίζω
ἀποσπογγισμά
ἀποσπογγισμός
ἀποσπογγιστέον
ἀποσποδέω
ἀπόσπορος
View word page
ἀποσπερματόομαι
to be converted into semen
ShortDef
to be converted into semen
Debugging
Headword:
ἀποσπερματόομαι
Headword (normalized):
ἀποσπερματόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποσπερματοομαι
IDX:
12028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12029
Key:
Data
{'content': 'to be converted into semen'}