Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσπάς
ἀπόσπασις
ἀπόσπασμα
ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
ἀπόσπαστος
ἀποσπάω
ἀποσπείρω
ἀποσπένδω
ἀποσπερμαίνω
ἀποσπερμάτισις
ἀποσπερματόομαι
ἀποσπεύδω
ἀποσπινθηρίζω
ἀποσπινθηρισμός
ἀπόσπληνος
ἀποσπογγίζω
ἀποσπογγισμά
ἀποσπογγισμός
ἀποσπογγιστέον
View word page
ἀποσπερμαίνω
shed semen
ShortDef
shed semen
Debugging
Headword:
ἀποσπερμαίνω
Headword (normalized):
ἀποσπερμαίνω
Headword (normalized/stripped):
αποσπερμαινω
IDX:
12026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12027
Key:
Data
{'content': 'shed semen'}