Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
ἀποσπαρθάζω
ἀποσπάς
ἀπόσπασις
ἀπόσπασμα
ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
ἀπόσπαστος
ἀποσπάω
ἀποσπείρω
ἀποσπένδω
ἀποσπερμαίνω
ἀποσπερμάτισις
ἀποσπερματόομαι
ἀποσπεύδω
ἀποσπινθηρίζω
ἀποσπινθηρισμός
ἀπόσπληνος
ἀποσπογγίζω
View word page
ἀποσπάω
to tear
ShortDef
to tear
Debugging
Headword:
ἀποσπάω
Headword (normalized):
ἀποσπάω
Headword (normalized/stripped):
αποσπαω
IDX:
12023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12024
Key:
Data
{'content': 'to tear'}