Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
ἀποσπαρθάζω
ἀποσπάς
ἀπόσπασις
ἀπόσπασμα
ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
ἀπόσπαστος
ἀποσπάω
ἀποσπείρω
ἀποσπένδω
ἀποσπερμαίνω
ἀποσπερμάτισις
ἀποσπερματόομαι
ἀποσπεύδω
ἀποσπινθηρίζω
ἀποσπινθηρισμός
ἀπόσπληνος
View word page
ἀπόσπαστος
separated

ShortDef

separated

Debugging

Headword:
ἀπόσπαστος
Headword (normalized):
ἀπόσπαστος
Headword (normalized/stripped):
αποσπαστος
IDX:
12022
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12023
Key:

Data

{'content': 'separated'}