Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
ἀποσπαρθάζω
ἀποσπάς
ἀπόσπασις
ἀπόσπασμα
ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
ἀπόσπαστος
ἀποσπάω
ἀποσπείρω
ἀποσπένδω
ἀποσπερμαίνω
ἀποσπερμάτισις
ἀποσπερματόομαι
ἀποσπεύδω
ἀποσπινθηρίζω
View word page
ἀποσπασμός
tearing away, severing

ShortDef

tearing away, severing

Debugging

Headword:
ἀποσπασμός
Headword (normalized):
ἀποσπασμός
Headword (normalized/stripped):
αποσπασμος
IDX:
12020
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12021
Key:

Data

{'content': 'tearing away, severing'}