Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
ἀποσπαρθάζω
ἀποσπάς
ἀπόσπασις
ἀπόσπασμα
ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
ἀπόσπαστος
ἀποσπάω
ἀποσπείρω
ἀποσπένδω
ἀποσπερμαίνω
ἀποσπερμάτισις
ἀποσπερματόομαι
ἀποσπεύδω
View word page
ἀποσπασμάτιον
fragment
ShortDef
fragment
Debugging
Headword:
ἀποσπασμάτιον
Headword (normalized):
ἀποσπασμάτιον
Headword (normalized/stripped):
αποσπασματιον
IDX:
12019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12020
Key:
Data
{'content': 'fragment'}