Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
ἀποσπαρθάζω
ἀποσπάς
ἀπόσπασις
ἀπόσπασμα
ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
ἀπόσπαστος
ἀποσπάω
ἀποσπείρω
ἀποσπένδω
ἀποσπερμαίνω
ἀποσπερμάτισις
View word page
ἀπόσπασις
anulsion, separation

ShortDef

anulsion, separation

Debugging

Headword:
ἀπόσπασις
Headword (normalized):
ἀπόσπασις
Headword (normalized/stripped):
αποσπασις
IDX:
12017
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12018
Key:

Data

{'content': 'anulsion, separation'}