Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
ἀποσπαρθάζω
ἀποσπάς
ἀπόσπασις
ἀπόσπασμα
ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
ἀπόσπαστος
ἀποσπάω
ἀποσπείρω
ἀποσπένδω
ἀποσπερμαίνω
View word page
ἀποσπάς
a slip torn from

ShortDef

a slip torn from

Debugging

Headword:
ἀποσπάς
Headword (normalized):
ἀποσπάς
Headword (normalized/stripped):
αποσπας
IDX:
12016
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12017
Key:

Data

{'content': 'a slip torn from'}