Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσοβητέον
ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
ἀποσπαρθάζω
ἀποσπάς
ἀπόσπασις
ἀπόσπασμα
ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
ἀπόσπαστος
ἀποσπάω
ἀποσπείρω
ἀποσπένδω
View word page
ἀποσπαρθάζω
quiver

ShortDef

quiver

Debugging

Headword:
ἀποσπαρθάζω
Headword (normalized):
ἀποσπαρθάζω
Headword (normalized/stripped):
αποσπαρθαζω
IDX:
12015
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12016
Key:

Data

{'content': 'quiver'}