Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
ἀποσοβητέον
ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
ἀποσπαρθάζω
ἀποσπάς
ἀπόσπασις
ἀπόσπασμα
ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
ἀπόσπαστος
ἀποσπάω
View word page
ἀποσπαράσσω
to tear off
ShortDef
to tear off
Debugging
Headword:
ἀποσπαράσσω
Headword (normalized):
ἀποσπαράσσω
Headword (normalized/stripped):
αποσπαρασσω
IDX:
12013
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12014
Key:
Data
{'content': 'to tear off'}