Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
ἀποσοβητέον
ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
ἀποσπαρθάζω
ἀποσπάς
ἀπόσπασις
ἀπόσπασμα
ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
ἀπόσπαστος
View word page
ἀποσπαλακόω
blind
ShortDef
blind
Debugging
Headword:
ἀποσπαλακόω
Headword (normalized):
ἀποσπαλακόω
Headword (normalized/stripped):
αποσπαλακοω
IDX:
12012
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12013
Key:
Data
{'content': 'blind'}