Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
ἀποσοβητέον
ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
ἀποσπαρθάζω
ἀποσπάς
ἀπόσπασις
ἀπόσπασμα
ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
ἀποσπαστέον
View word page
ἀποσπαίρω
beat convulsively

ShortDef

beat convulsively

Debugging

Headword:
ἀποσπαίρω
Headword (normalized):
ἀποσπαίρω
Headword (normalized/stripped):
αποσπαιρω
IDX:
12011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12012
Key:

Data

{'content': 'beat convulsively'}