Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσμιλεύω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
ἀποσοβητέον
ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
ἀποσπαρθάζω
ἀποσπάς
ἀπόσπασις
ἀπόσπασμα
ἀποσπασμάτιον
ἀποσπασμός
View word page
ἀποσπάδιος
torn off

ShortDef

torn off

Debugging

Headword:
ἀποσπάδιος
Headword (normalized):
ἀποσπάδιος
Headword (normalized/stripped):
αποσπαδιος
IDX:
12010
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12011
Key:

Data

{'content': 'torn off'}