Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσμίλευμα
ἀποσμιλεύω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
ἀποσοβητέον
ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
ἀποσπαρθάζω
ἀποσπάς
ἀπόσπασις
ἀπόσπασμα
ἀποσπασμάτιον
View word page
ἀποσοφόομαι
become wise

ShortDef

become wise

Debugging

Headword:
ἀποσοφόομαι
Headword (normalized):
ἀποσοφόομαι
Headword (normalized/stripped):
αποσοφοομαι
IDX:
12009
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12010
Key:

Data

{'content': 'become wise'}