Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμίλευμα
ἀποσμιλεύω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
ἀποσοβητέον
ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
ἀποσπαρθάζω
ἀποσπάς
ἀπόσπασις
View word page
ἀποσοβητικός
driving away, averting

ShortDef

driving away, averting

Debugging

Headword:
ἀποσοβητικός
Headword (normalized):
ἀποσοβητικός
Headword (normalized/stripped):
αποσοβητικος
IDX:
12007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12008
Key:

Data

{'content': 'driving away, averting'}