Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀπόσμηξις
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμίλευμα
ἀποσμιλεύω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
ἀποσοβητέον
ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
ἀποσπαρθάζω
ἀποσπάς
View word page
ἀποσοβητήρ
one that scares away

ShortDef

one that scares away

Debugging

Headword:
ἀποσοβητήρ
Headword (normalized):
ἀποσοβητήρ
Headword (normalized/stripped):
αποσοβητηρ
IDX:
12006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12007
Key:

Data

{'content': 'one that scares away'}