Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσμάω
ἀποσμηκτέον
ἀπόσμηξις
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμίλευμα
ἀποσμιλεύω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
ἀποσοβητέον
ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
ἀποσπαργανόω
View word page
ἀποσόβησις
scaring away

ShortDef

scaring away

Debugging

Headword:
ἀποσόβησις
Headword (normalized):
ἀποσόβησις
Headword (normalized/stripped):
αποσοβησις
IDX:
12004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12005
Key:

Data

{'content': 'scaring away'}