Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀποσκώπτω
ἀποσμάω
ἀποσμηκτέον
ἀπόσμηξις
ἀποσμήχω
ἀποσμικρύνω
ἀποσμίλευμα
ἀποσμιλεύω
ἀποσμύχομαι
ἀποσοβέω
ἀποσόβημα
ἀποσόβησις
ἀποσοβητέον
ἀποσοβητήρ
ἀποσοβητικός
ἄποσος
ἀποσοφόομαι
ἀποσπάδιος
ἀποσπαίρω
ἀποσπαλακόω
ἀποσπαράσσω
View word page
ἀποσόβημα
that which averts evil

ShortDef

that which averts evil

Debugging

Headword:
ἀποσόβημα
Headword (normalized):
ἀποσόβημα
Headword (normalized/stripped):
αποσοβημα
IDX:
12003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-12004
Key:

Data

{'content': 'that which averts evil'}